- αυτοθελκτήριος
- αὐτοθελκτήριος, -ον (Μ) [θελκτήριος]αυτός που είναι κατεξοχήν θελκτικός, μαγευτικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αυτο- — [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτός. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με ιδιαίτερη επίδοση στη μεθομηρική και όψιμη Ελληνική καθώς και στη Νεοελληνική. Κατά τη σύνθεση, ο τ. εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη… … Dictionary of Greek